- ἄχεος
- ἄχοςpainneut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόλαχος — άχεος, τὸ, Μ (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ πρῶτος κλῆρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάχος (τὸ) «κλήρος»] … Dictionary of Greek
τετράβραχυς — άχεος, ὁ, ΜΑ μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βραχύς] … Dictionary of Greek
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek